Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

καταστρεβλόω
καταστρεπτικῶς
καταστρέφω
καταστρηνιάω
καταστροφεύς
καταστροφή
καταστροφικῶς
κατάστρωμα
καταστρώννυμι
κατάστρωσις
καταστρωτέον
καταστρωτήρ
καταστρώτης
καταστυγέω
καταστυγνάζω
καταστυγνόομαι
κατάστυγνος
καταστύφελος
κατάστυφλος
καταστύφω
καταστωμύλλομαι
View word page
καταστρωτέον
κατα-στρωτέον,
A). one must pave, ἔδαφος πλίνθοις Gp. 6.2.10 .


ShortDef

one must pave

Debugging

Headword:
καταστρωτέον
Headword (normalized):
καταστρωτέον
Headword (normalized/stripped):
καταστρωτεον
IDX:
55317
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-55318
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">κατα-στρωτέον</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">one must pave</span>, <span class="quote greek">ἔδαφος πλίνθοις</span> <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">Gp.</span> 6.2.10 </span> .</div> </div><br><br>'}