Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
καταστρατοπεδεύω
καταστρεβλόω
καταστρεπτικῶς
καταστρέφω
καταστρηνιάω
καταστροφεύς
καταστροφή
καταστροφικῶς
κατάστρωμα
καταστρώννυμι
κατάστρωσις
καταστρωτέον
καταστρωτήρ
καταστρώτης
καταστυγέω
καταστυγνάζω
καταστυγνόομαι
κατάστυγνος
καταστύφελος
κατάστυφλος
καταστύφω
View word page
κατάστρωσις
κατά-στρωσις
,
εως
,
ἡ
,
A).
spreading, laying
,
τρικλίνου
Aristeas
319
.
ShortDef
spreading, laying
Debugging
Headword:
κατάστρωσις
Headword (normalized):
κατάστρωσις
Headword (normalized/stripped):
καταστρωσις
IDX:
55316
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-55317
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">κατά-στρωσις</span>, <span class="itype greek">εως</span>, <span class="gen greek">ἡ</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">spreading, laying</span>, <span class="foreign greek">τρικλίνου</span> Aristeas <span class="bibl"> 319 </span>.</div> </div><br><br>'}