καταστρώννυμι
κατα-στρώννῡμι, also κατα-ύω Jb. 12.23 , Mitteis Chr. 31 viii 18 (ii B.C.): fut.-στρώσω:— Pass., fut.-
II). spread over, cover, οἶκον .. ῥόδοις VH 9.8 :— Pass., πεδίον νεκρῶν κατεστρώθη was strewed with .. , ; 14.114 σκορπίων κανθήλιον -εστρωμένον . 14.2.26
III). lay low, δάμαρτα καὶ παῖδ’ ἑνὶ κατέστρωσεν βέλει HF 1000 , cf. Cyr. 3.3.64 :— Pass., ὡς δὲ Ἕλλησι κατέστρωντο οἱ βάρβαροι , cf. 9.76 8.53 , 1 Ep.Cor. 10.5 .
IV). layer, in Pass. of vines, Gp. 5.17.11 .
2). βοτάνιον κατὰ τοῦ ἐδάφους -εστρωμένον prostrate, . 2.130