Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

καταστόχασις
καταστοχασμός
καταστοχαστέον
καταστοχαστής
καταστοχαστικός
καταστοχέω
καταστραγγίζω
καταστράπτω
καταστρατεύω
καταστρατηγέω
καταστρατηγία
καταστρατοπεδεία
καταστρατοπεδεύω
καταστρεβλόω
καταστρεπτικῶς
καταστρέφω
καταστρηνιάω
καταστροφεύς
καταστροφή
καταστροφικῶς
κατάστρωμα
View word page
καταστρατηγία
καταστρᾰτηγ-ία, ,
A). conquest by stratagem, Tz. H. 9.70 (pl.).


ShortDef

conquest by stratagem

Debugging

Headword:
καταστρατηγία
Headword (normalized):
καταστρατηγία
Headword (normalized/stripped):
καταστρατηγια
IDX:
55304
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-55305
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">καταστρᾰτηγ-ία</span>, <span class="gen greek">ἡ</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">conquest by stratagem</span>, <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg9022.tlg001:9:70" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg9022.tlg001:9.70/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Tz.</span> <span class="title" style="font-style: italic;">H.</span> 9.70 </a> (pl.).</div> </div><br><br>'}