Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

κατάστοργος
καταστορέννυμι
καταστόρεσις
καταστοχάζομαι
καταστόχασις
καταστοχασμός
καταστοχαστέον
καταστοχαστής
καταστοχαστικός
καταστοχέω
καταστραγγίζω
καταστράπτω
καταστρατεύω
καταστρατηγέω
καταστρατηγία
καταστρατοπεδεία
καταστρατοπεδεύω
καταστρεβλόω
καταστρεπτικῶς
καταστρέφω
καταστρηνιάω
View word page
καταστραγγίζω
καταστραγγίζω, fut.-ιῶ,
A). squeeze out, τὸ λοιπὸν τοῦ αἵματος -ιεῖ LXX Le. 5.9 .


ShortDef

squeeze out

Debugging

Headword:
καταστραγγίζω
Headword (normalized):
καταστραγγίζω
Headword (normalized/stripped):
καταστραγγιζω
IDX:
55300
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-55301
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">καταστραγγίζω</span>, fut.-<span class="itype greek">ιῶ</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">squeeze out</span>, <span class="quote greek">τὸ λοιπὸν τοῦ αἵματος -ιεῖ</span> <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg0527.tlg003:5:9" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg0527.tlg003:5.9/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">LXX</span> <span class="title" style="font-style: italic;">Le.</span> 5.9 </a> .</div> </div><br><br>'}