Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

καταστοναχέω
κατάστοργος
καταστορέννυμι
καταστόρεσις
καταστοχάζομαι
καταστόχασις
καταστοχασμός
καταστοχαστέον
καταστοχαστής
καταστοχαστικός
καταστοχέω
καταστραγγίζω
καταστράπτω
καταστρατεύω
καταστρατηγέω
καταστρατηγία
καταστρατοπεδεία
καταστρατοπεδεύω
καταστρεβλόω
καταστρεπτικῶς
καταστρέφω
View word page
καταστοχέω
καταστοχ-έω,
A). hit the mark, τινος, i. e. succeed in bribing him, PTeb. 58.35 (ii B.C.).


ShortDef

hit the mark

Debugging

Headword:
καταστοχέω
Headword (normalized):
καταστοχέω
Headword (normalized/stripped):
καταστοχεω
IDX:
55299
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-55300
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">καταστοχ-έω</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">hit the mark</span>, <span class="itype greek">τινος</span>, i. e. succeed in bribing him, <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">PTeb.</span> 58.35 </span> (ii B.C.).</div> </div><br><br>'}