Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ἀμπεχόνη
ἀμπέχονον
ἀμπέχω
ἀμπήδησε
ἀμπί
ἀμπίθυρον
ἀμπλακεῖν
ἀμπλάκητος
ἀμπλακία
ἀμπλάκιον
ἀμπλακίσκω
ἀμπλακιῶτις
ἀμπνείω
ἄμπνευμα
ἄμπνυε
ἄμπνυτο
ἀμποίχοιτις
ἄμποτε
ἄμποχος
ἀμπρακόν
ἀμπρευτής
View word page
ἀμπλακίσκω
ἀμπλᾰκ-ίσκω,
A). v. ἀμπλακεῖν.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἀμπλακίσκω
Headword (normalized):
ἀμπλακίσκω
Headword (normalized/stripped):
αμπλακισκω
IDX:
5529
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-5530
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἀμπλᾰκ-ίσκω</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">ἀμπλακεῖν.</span> </div> </div><br><br>'}