Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

καταστομίς
καταστοναχέω
κατάστοργος
καταστορέννυμι
καταστόρεσις
καταστοχάζομαι
καταστόχασις
καταστοχασμός
καταστοχαστέον
καταστοχαστής
καταστοχαστικός
καταστοχέω
καταστραγγίζω
καταστράπτω
καταστρατεύω
καταστρατηγέω
καταστρατηγία
καταστρατοπεδεία
καταστρατοπεδεύω
καταστρεβλόω
καταστρεπτικῶς
View word page
καταστοχαστικός
καταστοχ-αστικός, , όν,
A). of conjecture, δύναμις Phld. Rh. 2.12 S.


ShortDef

of conjecture

Debugging

Headword:
καταστοχαστικός
Headword (normalized):
καταστοχαστικός
Headword (normalized/stripped):
καταστοχαστικος
IDX:
55298
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-55299
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">καταστοχ-αστικός</span>, <span class="itype greek">ή</span>, <span class="itype greek">όν</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">of conjecture</span>, <span class="quote greek">δύναμις</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Phld.</span> <span class="title" style="font-style: italic;">Rh.</span> 2.12 </span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">S.</span> </span> </div> </div><br><br>'}