Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
καταστόμιον
καταστομίς
καταστοναχέω
κατάστοργος
καταστορέννυμι
καταστόρεσις
καταστοχάζομαι
καταστόχασις
καταστοχασμός
καταστοχαστέον
καταστοχαστής
καταστοχαστικός
καταστοχέω
καταστραγγίζω
καταστράπτω
καταστρατεύω
καταστρατηγέω
καταστρατηγία
καταστρατοπεδεία
καταστρατοπεδεύω
καταστρεβλόω
View word page
καταστοχαστής
καταστοχ-αστής
,
οῦ
,
ὁ
,
A).
one who guesses
, cj. for -
στοχάσαι
in
Suid.
s.v.
προφητεία
.
ShortDef
one who guesses
Debugging
Headword:
καταστοχαστής
Headword (normalized):
καταστοχαστής
Headword (normalized/stripped):
καταστοχαστης
IDX:
55297
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-55298
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">καταστοχ-αστής</span>, <span class="itype greek">οῦ</span>, <span class="gen greek">ὁ</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">one who guesses</span>, cj. for -<span class="foreign greek">στοχάσαι</span> in <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Suid.</span> </span> s.v. <span class="ref greek">προφητεία</span> .</div> </div><br><br>'}