Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

καταστολίζω
καταστομίζω
καταστόμιον
καταστομίς
καταστοναχέω
κατάστοργος
καταστορέννυμι
καταστόρεσις
καταστοχάζομαι
καταστόχασις
καταστοχασμός
καταστοχαστέον
καταστοχαστής
καταστοχαστικός
καταστοχέω
καταστραγγίζω
καταστράπτω
καταστρατεύω
καταστρατηγέω
καταστρατηγία
καταστρατοπεδεία
View word page
καταστοχασμός
καταστοχ-ασμός, ,
A). conjecture, D.S. 1.37 .


ShortDef

conjecture

Debugging

Headword:
καταστοχασμός
Headword (normalized):
καταστοχασμός
Headword (normalized/stripped):
καταστοχασμος
IDX:
55295
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-55296
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">καταστοχ-ασμός</span>, <span class="gen greek">ὁ</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">conjecture</span>, <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg0060.tlg001.perseus-grc3:1:37" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg0060.tlg001.perseus-grc3:1.37/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">D.S.</span> 1.37 </a>.</div> </div><br><br>'}