Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

καταστολή
καταστολίζω
καταστομίζω
καταστόμιον
καταστομίς
καταστοναχέω
κατάστοργος
καταστορέννυμι
καταστόρεσις
καταστοχάζομαι
καταστόχασις
καταστοχασμός
καταστοχαστέον
καταστοχαστής
καταστοχαστικός
καταστοχέω
καταστραγγίζω
καταστράπτω
καταστρατεύω
καταστρατηγέω
καταστρατηγία
View word page
καταστόχασις
καταστόχ-ᾰσις, εως, , = sq.,
A). τῆς ἀνατολῆς τῶν ἄστρων Phlp. in APo. 385.23 .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
καταστόχασις
Headword (normalized):
καταστόχασις
Headword (normalized/stripped):
καταστοχασις
IDX:
55294
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-55295
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">καταστόχ-ᾰσις</span>, <span class="itype greek">εως</span>, <span class="gen greek">ἡ</span>, = sq., <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="quote greek">τῆς ἀνατολῆς τῶν ἄστρων</span> <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg4015.tlg003:385:23" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg4015.tlg003:385.23/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Phlp.</span> <span class="title" style="font-style: italic;">in APo.</span> 385.23 </a> .</div> </div><br><br>'}