Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
καταστοιχειόομαι
καταστοιχίζω
καταστολή
καταστολίζω
καταστομίζω
καταστόμιον
καταστομίς
καταστοναχέω
κατάστοργος
καταστορέννυμι
καταστόρεσις
καταστοχάζομαι
καταστόχασις
καταστοχασμός
καταστοχαστέον
καταστοχαστής
καταστοχαστικός
καταστοχέω
καταστραγγίζω
καταστράπτω
καταστρατεύω
View word page
καταστόρεσις
κατα-στόρεσις
,
εως
,
ἡ
,
A).
layering
,
ἀμπέλων
ib.
3.3.8
.
ShortDef
layering
Debugging
Headword:
καταστόρεσις
Headword (normalized):
καταστόρεσις
Headword (normalized/stripped):
καταστορεσις
IDX:
55292
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-55293
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">κατα-στόρεσις</span>, <span class="itype greek">εως</span>, <span class="gen greek">ἡ</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">layering</span>, <span class="foreign greek">ἀμπέλων</span> ib.<span class="bibl"> 3.3.8 </span>.</div> </div><br><br>'}