καταστορέννυμι
κατα-στορέννῡμι, part. καστορνῦσα (as if from καταστόρνυμι) (v. infr.): fut.-στορέσω: aor. Pass.
A). κατεστορέσθην VM 19 : pf. κατεστόρεσται Or. 15.194d :— spread, cover with a thing,[ κάπετον] λάεσσι κατεστόρεσαν μεγάλοισι . 24.798
III). throw down, lay low, κατεστόρεσαν αὐτῶν ἑξακοσίους ; 9.69 κ. κύματα smooth the waves, AP 7.668 ( ): metaph., of morbid humours, l. c.( Pass.); κ. τὴν ἀνωμαλίαν Comp.Lyc.Num. 2 ; τὴν φιλοτιμίαν, τὰπάθη, Luc. 5 , 2.101c ; τὸν θυμόν Fr. 103 .
IV). layer, κλῆμα Gp. 4.3.2 , cf. 4.1.7 .