Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

κατάστιξις
καταστοιβάζω
καταστοιχειόομαι
καταστοιχίζω
καταστολή
καταστολίζω
καταστομίζω
καταστόμιον
καταστομίς
καταστοναχέω
κατάστοργος
καταστορέννυμι
καταστόρεσις
καταστοχάζομαι
καταστόχασις
καταστοχασμός
καταστοχαστέον
καταστοχαστής
καταστοχαστικός
καταστοχέω
καταστραγγίζω
View word page
κατάστοργος
κατάστοργος, ον,
A). of love, γόμφοι Emp. 87 .


ShortDef

of love

Debugging

Headword:
κατάστοργος
Headword (normalized):
κατάστοργος
Headword (normalized/stripped):
καταστοργος
IDX:
55290
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-55291
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">κατάστοργος</span>, <span class="itype greek">ον</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">of love</span>, <span class="quote greek">γόμφοι</span> <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg1342.tlg001:87" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg1342.tlg001:87/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Emp.</span> 87 </a> .</div> </div><br><br>'}