Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

καταστίλβω
κατάστιξις
καταστοιβάζω
καταστοιχειόομαι
καταστοιχίζω
καταστολή
καταστολίζω
καταστομίζω
καταστόμιον
καταστομίς
καταστοναχέω
κατάστοργος
καταστορέννυμι
καταστόρεσις
καταστοχάζομαι
καταστόχασις
καταστοχασμός
καταστοχαστέον
καταστοχαστής
καταστοχαστικός
καταστοχέω
View word page
καταστοναχέω
καταστονᾰχέω,
A). bewail, c. acc., AP 7.574 ( Agath.).


ShortDef

to bewail

Debugging

Headword:
καταστοναχέω
Headword (normalized):
καταστοναχέω
Headword (normalized/stripped):
καταστοναχεω
IDX:
55289
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-55290
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">καταστονᾰχέω</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">bewail</span>, c. acc., <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">AP</span> 7.574 </span> (<span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Agath.</span></span>).</div> </div><br><br>'}