Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
κατάστικτος
καταστίλβω
κατάστιξις
καταστοιβάζω
καταστοιχειόομαι
καταστοιχίζω
καταστολή
καταστολίζω
καταστομίζω
καταστόμιον
καταστομίς
καταστοναχέω
κατάστοργος
καταστορέννυμι
καταστόρεσις
καταστοχάζομαι
καταστόχασις
καταστοχασμός
καταστοχαστέον
καταστοχαστής
καταστοχαστικός
View word page
καταστομίς
καταστομ-ίς
,
ίδος
,
ἡ
,
A).
mouthpiece of a flute
,
Hsch.
ShortDef
mouthpiece of a flute
Debugging
Headword:
καταστομίς
Headword (normalized):
καταστομίς
Headword (normalized/stripped):
καταστομις
IDX:
55288
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-55289
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">καταστομ-ίς</span>, <span class="itype greek">ίδος</span>, <span class="gen greek">ἡ</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">mouthpiece of a flute</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div> </div><br><br>'}