Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

καταστηματικός
κατάστημον
καταστηρίζω
κατάστιγμα
καταστίζω
κατάστικτος
καταστίλβω
κατάστιξις
καταστοιβάζω
καταστοιχειόομαι
καταστοιχίζω
καταστολή
καταστολίζω
καταστομίζω
καταστόμιον
καταστομίς
καταστοναχέω
κατάστοργος
καταστορέννυμι
καταστόρεσις
καταστοχάζομαι
View word page
καταστοιχίζω
καταστοιχ-ίζω,
A). instruct in the rudiments, Chrysipp.Stoic. 2.39 .


ShortDef

instruct in the rudiments

Debugging

Headword:
καταστοιχίζω
Headword (normalized):
καταστοιχίζω
Headword (normalized/stripped):
καταστοιχιζω
IDX:
55283
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-55284
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">καταστοιχ-ίζω</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">instruct in the rudiments</span>, <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg1264.tlg001:2:39" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg1264.tlg001:2.39/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Chrysipp.Stoic.</span> 2.39 </a>.</div> </div><br><br>'}