Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

κατάστημα
καταστηματικός
κατάστημον
καταστηρίζω
κατάστιγμα
καταστίζω
κατάστικτος
καταστίλβω
κατάστιξις
καταστοιβάζω
καταστοιχειόομαι
καταστοιχίζω
καταστολή
καταστολίζω
καταστομίζω
καταστόμιον
καταστομίς
καταστοναχέω
κατάστοργος
καταστορέννυμι
καταστόρεσις
View word page
καταστοιχειόομαι
καταστοιχ-ειόομαι, Pass.,
A). to be reduced to its elements, τύπος κατεστοιχειωμένος Epicur. Ep. 1p.3U.


ShortDef

to be reduced to its elements

Debugging

Headword:
καταστοιχειόομαι
Headword (normalized):
καταστοιχειόομαι
Headword (normalized/stripped):
καταστοιχειοομαι
IDX:
55282
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-55283
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">καταστοιχ-ειόομαι</span>, Pass., <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">to be reduced to its elements</span>, <span class="quote greek">τύπος κατεστοιχειωμένος</span> <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg0537.tlg006:1p.3U" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg0537.tlg006:1p.3U/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Epicur.</span> <span class="title" style="font-style: italic;">Ep.</span> 1p.3U. </a> </div> </div><br><br>'}