Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

καταστερόω
καταστεφανόω
καταστεφάνωσις
καταστεφής
καταστέφω
κατάστεψις
καταστηλιτεύω
καταστηλόω
κατάστημα
καταστηματικός
κατάστημον
καταστηρίζω
κατάστιγμα
καταστίζω
κατάστικτος
καταστίλβω
κατάστιξις
καταστοιβάζω
καταστοιχειόομαι
καταστοιχίζω
καταστολή
View word page
κατάστημον
κατάστημον, τό,
A). = στημνίον , Hsch.s.h.v.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
κατάστημον
Headword (normalized):
κατάστημον
Headword (normalized/stripped):
καταστημον
IDX:
55274
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-55275
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">κατάστημον</span>, <span class="gen greek">τό</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> = <span class="ref greek">στημνίον</span> , Hsch.s.h.v.</div> </div><br><br>'}