καταστηματικός
καταστηματικός, ή, όν,
A). pertaining to a state or condition (cf. foreg. 1 ), opp. κατὰ κίνησιν, ἡδοναί Fr. 2 , cf. Fr. 29 .
II). (cf. καθίστημι ) 4 sedate, of persons, TG 2 ; διάθεσις τῆς ψυχῆς in Epict. p.114 ; of musical instruments, calming, v.l. for -στατικά in in Alc. p.198 C.