Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

καταστερεόω
καταστερέω
καταστερίζω
καταστέρισις
καταστερισμός
καταστερόω
καταστεφανόω
καταστεφάνωσις
καταστεφής
καταστέφω
κατάστεψις
καταστηλιτεύω
καταστηλόω
κατάστημα
καταστηματικός
κατάστημον
καταστηρίζω
κατάστιγμα
καταστίζω
κατάστικτος
καταστίλβω
View word page
κατάστεψις
κατά-στεψις, εως, ,
A). crowning, Theo Sm. p.15 H.


ShortDef

crowning

Debugging

Headword:
κατάστεψις
Headword (normalized):
κατάστεψις
Headword (normalized/stripped):
καταστεψις
IDX:
55269
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-55270
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">κατά-στεψις</span>, <span class="itype greek">εως</span>, <span class="gen greek">ἡ</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">crowning</span>, Theo Sm.<a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg0627.tlg055:p.15" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg0627.tlg055:p.15/canonical-url/"> p.15 </a> H.</div> </div><br><br>'}