Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ἀμπέτιξ
ἀμπεχές
ἀμπέχογκος
ἀμπεχόνη
ἀμπέχονον
ἀμπέχω
ἀμπήδησε
ἀμπί
ἀμπίθυρον
ἀμπλακεῖν
ἀμπλάκητος
ἀμπλακία
ἀμπλάκιον
ἀμπλακίσκω
ἀμπλακιῶτις
ἀμπνείω
ἄμπνευμα
ἄμπνυε
ἄμπνυτο
ἀμποίχοιτις
ἄμποτε
View word page
ἀμπλάκητος
ἀμπλᾰ/κ-ητος,
A). v. ἀναμπλάκητος.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἀμπλάκητος
Headword (normalized):
ἀμπλάκητος
Headword (normalized/stripped):
αμπλακητος
IDX:
5526
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-5527
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἀμπλᾰ/κ-ητος</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">ἀναμπλάκητος.</span> </div> </div><br><br>'}