καταστέφω
κατα-στέφω,
A). deck with garlands, crown, wreath, κ. βωμόν (with branches wreathed in wool) Heracl. 124 ; κ. νεκρόν (with libations) Ph. 1632 ; πλόκαμος ὅδε καταστέφειν here are my tresses for you to crown, IA 1478 (lyr.); ἄντομαί σε καὶ κ. χεροῖν encircle thee, Heracl. 226 ; κατέστεψας πέδον and κατάστεψον π. are vv. ll. in OC 467 , cf. καταστείβω; κ. τὰς πρῴρας ; 51.5 οὔρεα Epic. in Arch.Pap. 7p.7 :— Pass., κατεστέφθαι ; 3.164 δάφνῃ κατεστεμμένος τὰς κόμας ; 2.34 κλάδος ἐρίῳ κατεστ. Thes. 18 : metaph., πεδία ληΐοις κατεστεμμένα Men.Rh. p. 345 ; ὁ πόλος ἀστέρας κατέστεπται Ep. 12 .