Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

καταστεναχέω
καταστενοχωρέω
καταστένω
καταστερεόω
καταστερέω
καταστερίζω
καταστέρισις
καταστερισμός
καταστερόω
καταστεφανόω
καταστεφάνωσις
καταστεφής
καταστέφω
κατάστεψις
καταστηλιτεύω
καταστηλόω
κατάστημα
καταστηματικός
κατάστημον
καταστηρίζω
κατάστιγμα
View word page
καταστεφάνωσις
καταστεφᾰ/ν-ωσις, εως, ,
A). crowning, of a cult-statue, IG 12(5).946.11 (Tenos).


ShortDef

crowning

Debugging

Headword:
καταστεφάνωσις
Headword (normalized):
καταστεφάνωσις
Headword (normalized/stripped):
καταστεφανωσις
IDX:
55266
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-55267
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">καταστεφᾰ/ν-ωσις</span>, <span class="itype greek">εως</span>, <span class="gen greek">ἡ</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">crowning</span>, of a cult-statue, <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">IG</span> 12(5).946.11 </span> (Tenos).</div> </div><br><br>'}