Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

κατάστελμα
καταστέλξαι
κατάστεμα
καταστενάζω
καταστεναχέω
καταστενοχωρέω
καταστένω
καταστερεόω
καταστερέω
καταστερίζω
καταστέρισις
καταστερισμός
καταστερόω
καταστεφανόω
καταστεφάνωσις
καταστεφής
καταστέφω
κατάστεψις
καταστηλιτεύω
καταστηλόω
κατάστημα
View word page
καταστέρισις
καταστέρ-ῐσις, εως, , = sq., Gloss.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
καταστέρισις
Headword (normalized):
καταστέρισις
Headword (normalized/stripped):
καταστερισις
IDX:
55262
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-55263
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">καταστέρ-ῐσις</span>, <span class="itype greek">εως</span>, <span class="gen greek">ἡ</span>, = sq., <span class="title" style="font-style: italic;">Gloss.</span> </div><br><br>'}