καταστερίζω
καταστερ-ίζω,
A). place among the stars,[στέφανον] 148 ; τὸν ἐν οὐρανῷ στέφανον κ. , cf. 4.61 , 2.308a :— Pass., 1.1 , Theo Sm. 1.61 p.130 H.
2). mark out a constellation, τὴν Πλειάδα δῑ ἑπτὰ ἀστέρων -ίζομεν Ps.- Aphr. in Metaph. 832.34 .