Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

καταστέγασμα
καταστεγνόομαι
κατάστεγνος
κατάστεγος
καταστείβω
κατάστειρος
καταστείχω
καταστέλλω
κατάστελμα
καταστέλξαι
κατάστεμα
καταστενάζω
καταστεναχέω
καταστενοχωρέω
καταστένω
καταστερεόω
καταστερέω
καταστερίζω
καταστέρισις
καταστερισμός
καταστερόω
View word page
κατάστεμα
κατάστεμα, τό, late form of κατάστημα (q.v.).


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
κατάστεμα
Headword (normalized):
κατάστεμα
Headword (normalized/stripped):
καταστεμα
IDX:
55254
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-55255
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">κατάστεμα</span>, <span class="gen greek">τό</span>, late form of <span class="foreign greek">κατάστημα</span> (q.v.).</div><br><br>'}