Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

καταστεγάζω
καταστέγασμα
καταστεγνόομαι
κατάστεγνος
κατάστεγος
καταστείβω
κατάστειρος
καταστείχω
καταστέλλω
κατάστελμα
καταστέλξαι
κατάστεμα
καταστενάζω
καταστεναχέω
καταστενοχωρέω
καταστένω
καταστερεόω
καταστερέω
καταστερίζω
καταστέρισις
καταστερισμός
View word page
καταστέλξαι
καταστέλξαι· καταγαγεῖν τὸν βοῦν, Hsch.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
καταστέλξαι
Headword (normalized):
καταστέλξαι
Headword (normalized/stripped):
καταστελξαι
IDX:
55253
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-55254
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">καταστέλξαι·</span> <span class="foreign greek">καταγαγεῖν τὸν βοῦν</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}