Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
καταστατόν
καταστεγάζω
καταστέγασμα
καταστεγνόομαι
κατάστεγνος
κατάστεγος
καταστείβω
κατάστειρος
καταστείχω
καταστέλλω
κατάστελμα
καταστέλξαι
κατάστεμα
καταστενάζω
καταστεναχέω
καταστενοχωρέω
καταστένω
καταστερεόω
καταστερέω
καταστερίζω
καταστέρισις
View word page
κατάστελμα
κατάστελμα
,
ατος
,
τό
,
A).
grain dropped
in transport,
PMasp.
2 iii 11
(vi A.D.).
ShortDef
grain dropped
Debugging
Headword:
κατάστελμα
Headword (normalized):
κατάστελμα
Headword (normalized/stripped):
καταστελμα
IDX:
55252
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-55253
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">κατάστελμα</span>, <span class="itype greek">ατος</span>, <span class="gen greek">τό</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">grain dropped</span> in transport, <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">PMasp.</span> 2 iii 11 </span> (vi A.D.).</div> </div><br><br>'}