Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

καταστατήρια
καταστάτης
καταστατικός
καταστατόν
καταστεγάζω
καταστέγασμα
καταστεγνόομαι
κατάστεγνος
κατάστεγος
καταστείβω
κατάστειρος
καταστείχω
καταστέλλω
κατάστελμα
καταστέλξαι
κατάστεμα
καταστενάζω
καταστεναχέω
καταστενοχωρέω
καταστένω
καταστερεόω
View word page
κατάστειρος
κατάστειρος, ον,
A). barren, Vett. Val. 14.26 .


ShortDef

barren

Debugging

Headword:
κατάστειρος
Headword (normalized):
κατάστειρος
Headword (normalized/stripped):
καταστειρος
IDX:
55249
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-55250
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">κατάστειρος</span>, <span class="itype greek">ον</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">barren</span>, Vett. Val.<a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg0011.tlg007.perseus-grc1:14:26" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg0011.tlg007.perseus-grc1:14.26/canonical-url/"> 14.26 </a>.</div> </div><br><br>'}