Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
καταστάθμησις
κατασταθμισμός
κατασταλάω
κατασταλτικός
κατασταμνίζω
κατάσταξις
καταστασιάζω
καταστασιαστικός
κατάστασις
καταστατέον
καταστατήρια
καταστάτης
καταστατικός
καταστατόν
καταστεγάζω
καταστέγασμα
καταστεγνόομαι
κατάστεγνος
κατάστεγος
καταστείβω
κατάστειρος
View word page
καταστατήρια
κατα-στᾰτήρια
,
τά
,
A).
=
ἀποπεμπτήρια, καταπαυστήρια
,
Hsch.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
καταστατήρια
Headword (normalized):
καταστατήρια
Headword (normalized/stripped):
καταστατηρια
IDX:
55239
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-55240
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">κατα-στᾰτήρια</span>, <span class="gen greek">τά</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> = <span class="ref greek">ἀποπεμπτήρια, καταπαυστήρια</span> , <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div> </div><br><br>'}