Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

κατασταγμός
καταστάζω
κατασταθμεύω
καταστάθμησις
κατασταθμισμός
κατασταλάω
κατασταλτικός
κατασταμνίζω
κατάσταξις
καταστασιάζω
καταστασιαστικός
κατάστασις
καταστατέον
καταστατήρια
καταστάτης
καταστατικός
καταστατόν
καταστεγάζω
καταστέγασμα
καταστεγνόομαι
κατάστεγνος
View word page
καταστασιαστικός
καταστᾰσι-αστικός, , όν,
A). factious, Hld. 7.19 .


ShortDef

factious

Debugging

Headword:
καταστασιαστικός
Headword (normalized):
καταστασιαστικός
Headword (normalized/stripped):
καταστασιαστικος
IDX:
55236
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-55237
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">καταστᾰσι-αστικός</span>, <span class="itype greek">ή</span>, <span class="itype greek">όν</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">factious</span>, <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg0658.tlg001:7:19" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg0658.tlg001:7.19/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hld.</span> 7.19 </a>.</div> </div><br><br>'}