Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

κατάσσυτος
κατάσσω
κατασταγμός
καταστάζω
κατασταθμεύω
καταστάθμησις
κατασταθμισμός
κατασταλάω
κατασταλτικός
κατασταμνίζω
κατάσταξις
καταστασιάζω
καταστασιαστικός
κατάστασις
καταστατέον
καταστατήρια
καταστάτης
καταστατικός
καταστατόν
καταστεγάζω
καταστέγασμα
View word page
κατάσταξις
κατάσταξις, εως, ,
A). dropping down, dripping, Gal. 19.140 .


ShortDef

dropping down, dripping

Debugging

Headword:
κατάσταξις
Headword (normalized):
κατάσταξις
Headword (normalized/stripped):
κατασταξις
IDX:
55234
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-55235
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">κατάσταξις</span>, <span class="itype greek">εως</span>, <span class="gen greek">ἡ</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">dropping down, dripping</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Gal.</span> 19.140 </span>.</div> </div><br><br>'}