Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

κατασπουδάζομαι
κατασπουδαζόντως
κατασπουδαίως
κατασπουδασμός
κατάσσυτος
κατάσσω
κατασταγμός
καταστάζω
κατασταθμεύω
καταστάθμησις
κατασταθμισμός
κατασταλάω
κατασταλτικός
κατασταμνίζω
κατάσταξις
καταστασιάζω
καταστασιαστικός
κατάστασις
καταστατέον
καταστατήρια
καταστάτης
View word page
κατασταθμισμός
κατασταθμ-ισμός, ,
A). weighing out, Dsc. 1.59 .


ShortDef

weighing out

Debugging

Headword:
κατασταθμισμός
Headword (normalized):
κατασταθμισμός
Headword (normalized/stripped):
κατασταθμισμος
IDX:
55230
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-55231
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">κατασταθμ-ισμός</span>, <span class="gen greek">ὁ</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">weighing out</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Dsc.</span> 1.59 </span>.</div> </div><br><br>'}