Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ἀμπελοφύτωρ
ἀμπελώδης
ἀμπελών
ἀμπερέως
ἀμπέτιξ
ἀμπεχές
ἀμπέχογκος
ἀμπεχόνη
ἀμπέχονον
ἀμπέχω
ἀμπήδησε
ἀμπί
ἀμπίθυρον
ἀμπλακεῖν
ἀμπλάκητος
ἀμπλακία
ἀμπλάκιον
ἀμπλακίσκω
ἀμπλακιῶτις
ἀμπνείω
ἄμπνευμα
View word page
ἀμπήδησε
ἀμπήδησε, poet. for ἀνεπήδησε.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἀμπήδησε
Headword (normalized):
ἀμπήδησε
Headword (normalized/stripped):
αμπηδησε
IDX:
5522
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-5523
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἀμπήδησε</span>, poet. for <span class="foreign greek">ἀνεπήδησε.</span> </div><br><br>'}