Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
κατασπιλάζω
κατάσπιλος
κατασπλεκόω
κατασποδέω
κατασπορά
κατασπορεύς
κατασπορεύω
κατασπουδάζομαι
κατασπουδαζόντως
κατασπουδαίως
κατασπουδασμός
κατάσσυτος
κατάσσω
κατασταγμός
καταστάζω
κατασταθμεύω
καταστάθμησις
κατασταθμισμός
κατασταλάω
κατασταλτικός
κατασταμνίζω
View word page
κατασπουδασμός
κατασπουδ-ασμός
,
ὁ
,
A).
trouble, amazement
,
Aq.
Ze.
1.18
.
ShortDef
trouble, amazement
Debugging
Headword:
κατασπουδασμός
Headword (normalized):
κατασπουδασμός
Headword (normalized/stripped):
κατασπουδασμος
IDX:
55223
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-55224
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">κατασπουδ-ασμός</span>, <span class="gen greek">ὁ</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">trouble, amazement</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Aq.</span> <span class="title" style="font-style: italic;">Ze.</span> 1.18 </span>.</div> </div><br><br>'}