Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

κατάσπευσις
κατασπιλάζω
κατάσπιλος
κατασπλεκόω
κατασποδέω
κατασπορά
κατασπορεύς
κατασπορεύω
κατασπουδάζομαι
κατασπουδαζόντως
κατασπουδαίως
κατασπουδασμός
κατάσσυτος
κατάσσω
κατασταγμός
καταστάζω
κατασταθμεύω
καταστάθμησις
κατασταθμισμός
κατασταλάω
κατασταλτικός
View word page
κατασπουδαίως
κατασπουδ-αίως, Adv. = foreg., BGU 1206.7 , 1207.10 (i B.C.).


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
κατασπουδαίως
Headword (normalized):
κατασπουδαίως
Headword (normalized/stripped):
κατασπουδαιως
IDX:
55222
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-55223
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">κατασπουδ-αίως</span>, Adv. = foreg., <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">BGU</span> 1206.7 </span>, <span class="bibl"> 1207.10 </span> (i B.C.).</div><br><br>'}