Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

κατασπεύδω
κατάσπευσις
κατασπιλάζω
κατάσπιλος
κατασπλεκόω
κατασποδέω
κατασπορά
κατασπορεύς
κατασπορεύω
κατασπουδάζομαι
κατασπουδαζόντως
κατασπουδαίως
κατασπουδασμός
κατάσσυτος
κατάσσω
κατασταγμός
καταστάζω
κατασταθμεύω
καταστάθμησις
κατασταθμισμός
κατασταλάω
View word page
κατασπουδαζόντως
κατασπουδ-αζόντως, Adv.
A). eagerly, Hsch. s.v. ἠπειγμένως (ἐπηγ -cod.).


ShortDef

eagerly

Debugging

Headword:
κατασπουδαζόντως
Headword (normalized):
κατασπουδαζόντως
Headword (normalized/stripped):
κατασπουδαζοντως
IDX:
55221
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-55222
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">κατασπουδ-αζόντως</span>, Adv. <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">eagerly</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> s.v. <span class="ref greek">ἠπειγμένως</span> (<span class="foreign greek">ἐπηγ</span> -cod.).</div> </div><br><br>'}