κατασπουδάζομαι
κατασπουδ-άζομαι (with aor.and pf. Pass.),
A). to be earnest, serious, ; 2.173 οὐδαμῶς κατεσπουδασμένος ἀνήρ ib. 174 ; κατεσπουδασμέναι δεήσεις , cf. 11.61 4.67 :—later in Act., ἐὰν αὐτός τις .. φαίνηται -εσπουδακώς Mort. 31 : also c. dat., take a serious interest in, βλαβεροῖς κ. Mus. p.56 K.: abs., Lex. s.v. ἐπείγετον .
2). to be oppressed, ὑπὸ μειζόνων Vett. Val. 254.16 .