Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

κατασπέρχω
κατασπερχωτήν
κατασπεύδω
κατάσπευσις
κατασπιλάζω
κατάσπιλος
κατασπλεκόω
κατασποδέω
κατασπορά
κατασπορεύς
κατασπορεύω
κατασπουδάζομαι
κατασπουδαζόντως
κατασπουδαίως
κατασπουδασμός
κατάσσυτος
κατάσσω
κατασταγμός
καταστάζω
κατασταθμεύω
καταστάθμησις
View word page
κατασπορεύω
κατασπορ-εύω,
A). = κατασπείρω , dub. in BGU 12.10 (ii A.D.).


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
κατασπορεύω
Headword (normalized):
κατασπορεύω
Headword (normalized/stripped):
κατασπορευω
IDX:
55219
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-55220
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">κατασπορ-εύω</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> = <span class="ref greek">κατασπείρω</span> , dub. in <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">BGU</span> 12.10 </span> (ii A.D.).</div> </div><br><br>'}