Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

κατασπειράω
κατασπείρω
κατάσπεισις
κατασπένδω
κατασπέρχω
κατασπερχωτήν
κατασπεύδω
κατάσπευσις
κατασπιλάζω
κατάσπιλος
κατασπλεκόω
κατασποδέω
κατασπορά
κατασπορεύς
κατασπορεύω
κατασπουδάζομαι
κατασπουδαζόντως
κατασπουδαίως
κατασπουδασμός
κατάσσυτος
κατάσσω
View word page
κατασπλεκόω
κατασπλεκόω,
A). = σπλεκόω , Hsch.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
κατασπλεκόω
Headword (normalized):
κατασπλεκόω
Headword (normalized/stripped):
κατασπλεκοω
IDX:
55215
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-55216
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">κατασπλεκόω</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> = <span class="ref greek">σπλεκόω</span> , <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div> </div><br><br>'}