Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
κατασπαστικός
κατασπαταλάω
κατασπάω
κατασπειράω
κατασπείρω
κατάσπεισις
κατασπένδω
κατασπέρχω
κατασπερχωτήν
κατασπεύδω
κατάσπευσις
κατασπιλάζω
κατάσπιλος
κατασπλεκόω
κατασποδέω
κατασπορά
κατασπορεύς
κατασπορεύω
κατασπουδάζομαι
κατασπουδαζόντως
κατασπουδαίως
View word page
κατάσπευσις
κατά-σπευσις
,
εως
,
ἡ
,
A).
haste
,
Thd.
Pr.
1.27
.
ShortDef
haste
Debugging
Headword:
κατάσπευσις
Headword (normalized):
κατάσπευσις
Headword (normalized/stripped):
κατασπευσις
IDX:
55212
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-55213
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">κατά-σπευσις</span>, <span class="itype greek">εως</span>, <span class="gen greek">ἡ</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">haste</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Thd.</span> <span class="title" style="font-style: italic;">Pr.</span> 1.27 </span>.</div> </div><br><br>'}