Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

κατασπασμικός
κατασπασμός
κατασπαστικός
κατασπαταλάω
κατασπάω
κατασπειράω
κατασπείρω
κατάσπεισις
κατασπένδω
κατασπέρχω
κατασπερχωτήν
κατασπεύδω
κατάσπευσις
κατασπιλάζω
κατάσπιλος
κατασπλεκόω
κατασποδέω
κατασπορά
κατασπορεύς
κατασπορεύω
κατασπουδάζομαι
View word page
κατασπερχωτήν
κατασπερχωτήν· ἐπὶ τὴν οἰκίαν, ἢ ἐπὶ τὴν ἑστίαν κεκαυμένη, Hsch.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
κατασπερχωτήν
Headword (normalized):
κατασπερχωτήν
Headword (normalized/stripped):
κατασπερχωτην
IDX:
55210
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-55211
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">κατασπερχωτήν·</span> <span class="foreign greek">ἐπὶ τὴν οἰκίαν, ἢ ἐπὶ τὴν ἑστίαν κεκαυμένη</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}