Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

κατασοβέω
κατασοφίζομαι
κατασοφισμός
κατασοφιστεύω
κατασπάζομαι
κατασπαθάω
κατασπαράσσω
κατασπαργανόω
κατάσπασις
κατάσπασμα
κατασπασμικός
κατασπασμός
κατασπαστικός
κατασπαταλάω
κατασπάω
κατασπειράω
κατασπείρω
κατάσπεισις
κατασπένδω
κατασπέρχω
κατασπερχωτήν
View word page
κατασπασμικός
κατα-σπασμικός, , όν, of a drug,
A). curing κατασπασμός, POxy. 1088.68 (i A.D.).


ShortDef

curing

Debugging

Headword:
κατασπασμικός
Headword (normalized):
κατασπασμικός
Headword (normalized/stripped):
κατασπασμικος
IDX:
55200
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-55201
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">κατα-σπασμικός</span>, <span class="itype greek">ή</span>, <span class="itype greek">όν</span>, of a drug, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">curing</span> <span class="foreign greek">κατασπασμός</span>, <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">POxy.</span> 1088.68 </span> (i A.D.).</div> </div><br><br>'}