Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
ἀγκαλίδη
ἀγκαλίζομαι
ἀγκαλῖναι
ἀγκαλίς
ἀγκάλισμα
ἀγκαλισμός
ἄγκαλος
ἀγκαλπίς
ἀγκάς
ἀγκή
ἀγκηθής
ἀγκιστρεία
ἀγκιστρευτικός
ἀγκιστρεύω
ἀγκίστριον
ἀγκιστρόδετος
ἀγκιστροειδής
ἄγκιστρον
ἀγκιστρόομαι
ἀγκιστροπώλης
ἀγκιστροφάγος
View word page
ἀγκηθής
ἀγκηθής·
ἀβλαβής,
Hsch.
ἀγκής·
ἀντηχής,
Hsch.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
ἀγκηθής
Headword (normalized):
ἀγκηθής
Headword (normalized/stripped):
αγκηθης
IDX:
551
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-552
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἀγκηθής·</span> <span class="foreign greek">ἀβλαβής,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> <span class="orth greek">ἀγκής·</span> <span class="foreign greek">ἀντηχής,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}