Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

κατασμικρύνω
κατάσμυρνος
κατασμύχω
κατασμώχομαι
κατασοβαρεύομαι
κατασοβέω
κατασοφίζομαι
κατασοφισμός
κατασοφιστεύω
κατασπάζομαι
κατασπαθάω
κατασπαράσσω
κατασπαργανόω
κατάσπασις
κατάσπασμα
κατασπασμικός
κατασπασμός
κατασπαστικός
κατασπαταλάω
κατασπάω
κατασπειράω
View word page
κατασπαθάω
κατασπαθάω,
A). v.l. for σπαθάω , Alciphr. 3.50 .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
κατασπαθάω
Headword (normalized):
κατασπαθάω
Headword (normalized/stripped):
κατασπαθαω
IDX:
55195
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-55196
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">κατασπαθάω</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v.l. for <span class="ref greek">σπαθάω</span> , <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg0640.tlg001:3:50" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg0640.tlg001:3.50/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Alciphr.</span> 3.50 </a>.</div> </div><br><br>'}