Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

κατασμικρίζω
κατασμικρολογέω
κατασμικρύνω
κατάσμυρνος
κατασμύχω
κατασμώχομαι
κατασοβαρεύομαι
κατασοβέω
κατασοφίζομαι
κατασοφισμός
κατασοφιστεύω
κατασπάζομαι
κατασπαθάω
κατασπαράσσω
κατασπαργανόω
κατάσπασις
κατάσπασμα
κατασπασμικός
κατασπασμός
κατασπαστικός
κατασπαταλάω
View word page
κατασοφιστεύω
κατασοφ-ιστεύω,
A). = κατασοφίζομαι , c. gen., Suid.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
κατασοφιστεύω
Headword (normalized):
κατασοφιστεύω
Headword (normalized/stripped):
κατασοφιστευω
IDX:
55193
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-55194
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">κατασοφ-ιστεύω</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> = <span class="ref greek">κατασοφίζομαι</span> , c. gen., <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Suid.</span> </span> </div> </div><br><br>'}