Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ἀμπελοφόρος
ἀμπελοφύλαξ
ἀμπελόφυλλον
ἀμπελόφυτος
ἀμπελοφύτωρ
ἀμπελώδης
ἀμπελών
ἀμπερέως
ἀμπέτιξ
ἀμπεχές
ἀμπέχογκος
ἀμπεχόνη
ἀμπέχονον
ἀμπέχω
ἀμπήδησε
ἀμπί
ἀμπίθυρον
ἀμπλακεῖν
ἀμπλάκητος
ἀμπλακία
ἀμπλάκιον
View word page
ἀμπέχογκος
ἀμπέχογκος,
A). = γνάφαλλον , Ps.- Dsc. 3.117 .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἀμπέχογκος
Headword (normalized):
ἀμπέχογκος
Headword (normalized/stripped):
αμπεχογκος
IDX:
5518
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-5519
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἀμπέχογκος</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> = <span class="ref greek">γνάφαλλον</span> , Ps.-<span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Dsc.</span> 3.117 </span>.</div> </div><br><br>'}