κατασμύχω
κατασμύχω [ῡ],
A). burn with a slow fire, burn up, κατά τε σμῦξαι πυρὶ νῆας : metaph., 9.653 ὅς με κατασμύχων, of love, :—in Pass., of a disappointed rival, 3.17 waste away, , cf. 8.90 Ep. 144.4 ; σεσηρός τι καὶ κατεσμυγμένον ὑποβλέπειν . 7.21