Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

κατασκοπίσκος
κατάσκοπος
κατασκορπίζω
κατασκοτίζω
κατασκυθρωπάζω
κατασκυθρωπάω
κατασκώπτω
κατασμικρίζω
κατασμικρολογέω
κατασμικρύνω
κατάσμυρνος
κατασμύχω
κατασμώχομαι
κατασοβαρεύομαι
κατασοβέω
κατασοφίζομαι
κατασοφισμός
κατασοφιστεύω
κατασπάζομαι
κατασπαθάω
κατασπαράσσω
View word page
κατάσμυρνος
κατάσμυρνος, ον,
A). smelling of myrrh, Dsc. 1.27 .


ShortDef

smelling of myrrh

Debugging

Headword:
κατάσμυρνος
Headword (normalized):
κατάσμυρνος
Headword (normalized/stripped):
κατασμυρνος
IDX:
55186
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-55187
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">κατάσμυρνος</span>, <span class="itype greek">ον</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">smelling of myrrh</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Dsc.</span> 1.27 </span>.</div> </div><br><br>'}